- ξαναμορφώνω
- μετ. преобразовывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαναμορφώνω — (Μ ξαναμορφώνω) αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ξαναμορφώθη δράκοντας σὰν εὔμορφον παιδίον», Διγεν. Ακρ.) … Dictionary of Greek